- υπουρίς
- (-ίδος) η шлей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπισθένη — ὀπισθένη, ἡ (Α) ο ιμάντας που διέρχεται κάτω από την ουρά τού ίππου για να συγκρατεί την κατολίσθηση τού εφιππίου προς τα εμπρός, αλλ. υπουρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. postilena πρβλ. και οπισθελίνα] … Dictionary of Greek
οπισθελίνα — ὀπισθελίνα, ἡ (Α) η οπισθένη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. postilena «υπουρίς» (πρβλ. οπισθένη)] … Dictionary of Greek
υπουρίδα — η / ὑπουρίς, ίδος, ΝΑ το λουρί τού σαμαριού ή τής σέλας που περνάει κάτω από την ουρά τού υποζυγίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐρά + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς / ψηφ ίδα)] … Dictionary of Greek